09/04/2012

Τι εστί Τράπεζα σήμερον...


Κυριακή, 8 Απριλίου 2012



Του Γιάννη Βαρουφάκη
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν ιδιωτικές τράπεζες που λειτουργούσαν ως κανονικές επιχειρήσεις. Που έπαιρναν δηλαδή ρίσκο και είτε, εφόσον τους «έβγαινε», κέρδιζαν είτε, όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν «κατ’ ευχήν», διακινδύνευαν την ύπαρξή τους. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Τέτοιες τράπεζες σήμερα δεν υπάρχουν. Σήμερα οι «ιδιωτικές» τράπεζες, παγκοσμίως, αποτελούν...
έναν παραπλανητικό ευφημισμό. Ιδίως μετά το Κραχ του 2008, οι τράπεζες λειτουργούν ως μορφώματα που συνδυάζουν τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, αποτελώντας έτσι βαρίδια που τραβάνε τις κοινωνίες και τις αγορές μαζί τους στον πυθμένα ενός ωκεανού ζημιών και χρέους.
Αυτές τις μέρες, που μια υπό προθεσμία (και υπό αμφιλεγόμενη νομιμοποίηση) κυβέρνηση «διαπραγματεύεται» την λεγόμενη επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καλό είναι να θυμηθούμε τι εστί τράπεζα την σήμερον. Για να το θυμηθούμε όμως αυτό, χρειαζόμαστε μια αναδρομή στο ιστορικό του πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε.
Όταν οι τράπεζες λειτουργούσαν ως επιχειρήσεις
Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι κραταιές τράπεζες (π.χ. του Λονδίνου) λειτουργούσαν ως ιδιωτικές εταιρείες απεριόριστης ευθύνης. Οι ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι τις διεύθυναν κιόλας (ή τουλάχιστον επέβλεπαν τον τρόπο διοίκησης), διέτρεχαν τον κίνδυνο να χάσουν και το σπίτι τους ακόμα αν η τράπεζα δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες (σε ρευστό) των καταθετών της ή να ανταποκριθεί στα δάνεια που είχε η ίδια συνάψει με πιστωτές. Στην προσπάθειά τους να περιοριστεί αυτός ο κίνδυνος, οι τραπεζίτες κρατούσαν στα ταμεία τους, για να έχουν «καβάτζα», την δική τους χρηματική περιουσία  (σε ρευστό, μετοχές ή ομολογίες) και δεν δάνειζαν ποτέ πάνω από το 50% των συνολικών τους κεφαλαίων (δηλαδή του αθροίσματος των χρημάτων που είτε κατέθεταν στην τράπεζα οι πελάτες της είτε κατέθεταν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες).
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν για αντικειμενικούς λόγους. Κατ’ αρχάς, καθώς ο καπιταλισμός απογειωνόταν, με την δημιουργία νέων, πανάκριβων αλλά και, παράλληλα, υπερκερδοφόρων δικτύων (π.χ. σιδηροδρομικά, τηλεγραφικά, ηλεκτροφόρα δίκτυα), οι επιχειρήσεις είχαν ανάγκη τεράστιων δανείων – για τα οποία ήταν έτοιμες να καταβάλουν αντίστοιχα τεράστιους τόκους. Έτσι, σιγά-σιγά οι τράπεζες «αναγκάστηκαν» να αποποιηθούν τον εγγενή συντηρητισμό τους. Το πρώτο βήμα έγινε το 1826 στο Λονδίνο. Έως τότε, καμία τράπεζα δεν είχε το δικαίωμα να έχει πάνω από έξι μετόχους. Αυτός ο περιορισμός ήταν ο πρώτος που υπέκυψε στις νέες ανάγκες για μεγαλύτερη δανειοδοτική δυνατότητα: ξάφνου, ο αριθμός των μετόχων πολλαπλασιάστηκε, τα κεφάλαια που διέθεσαν οι νέοι μέτοχοι πέρασαν στα βιβλία των τραπεζών και, έτσι, οι τράπεζες μπόρεσαν να χρηματοδοτήσουν την Β’ Βιομηχανική Επανάσταση (μέσα του 19ου αιώνα και μετέπειτα). Πάντως, παρά αυτά τα ανοίγματα, οι μέτοχοι (αν και πιο πολλοί) παρέμειναν υπό την απειλή της προσωπικής πτώχευσης, σε περίπτωση του η τράπεζα παρέπαιε. Αυτή η απειλή αρκούσε ώστε οι ιδιοκτήτες των τραπεζών, οι τραπεζίτες, να κρατάνε σφικτά τα ηνία των διευθυντών τους, στους οποίους δεν επέτρεπαν να διακινδυνεύσουν την περιουσία τους.
Ο περιορισμός της ευθύνης των μετόχων-ιδιοκτητών των τραπεζών νομοθετήθηκε το 1855-6. Έχει ενδιαφέρον ότι οι τραπεζίτες, αντί να αδράξουν την ευκαιρία να αποποιηθούν τον κίνδυνο της προσωπικής πτώχευσης, αντιστάθηκαν στον νέο νόμο – προσπάθησαν, για δεκαετίες, να κρατήσουν το καθεστώς της απεριόριστης ευθύνης διατυμπανίζοντας ότι επέλεγαν να επενδύσουν το προσωπικό τους ρίσκο στην τράπεζά τους ως τίτλο τιμής, ως μέρος του συμβολαίου με τους καταθέτες (του στυλ: «αν πτωχεύσει η τράπεζά μας, να ξέρετε ότι θα καταστραφούμε κι εμείς»). Χρειάστηκε να έρθει η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, με τις πολλαπλές πτωχεύσεις τραπεζιτών, για να πειστούν οι τραπεζίτες (δηλαδή οι ιδιοκτήτες των τραπεζών) να «περιορίσουν την ευθύνη τους», κόβοντας τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε τις τύχες της τράπεζάς τους με την τύχη της προσωπικής τους περιουσίας.
Το τέρας της μόχλευσης (leverage)
Στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι τράπεζες αρχίζουν να μεταλλάσσονται σε κάτι που σιγά-σιγά παύει να θυμίζει τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, το σύνολο του ενεργητικού όλων των τραπεζών (δηλαδή, των δανείων που δίνουν και των κεφαλαίων που διακρατούν ως «καβάτζα») κυμαινόταν γύρω το 50% του ΑΕΠ μιας αναπτυγμένης χώρας (π.χ. Βρετανίας, Γαλλίας κλπ). Σήμερα, κυμαίνεται μεταξύ του 300% και του 500% του ΑΕΠ. Μια τράπεζα, όπως η Deutsche Bank ή η BNP, μπορεί να έχει ενεργητικό μεγαλύτερο του ΑΕΠ της χώρας στην οποία εδρεύει.
Πώς συνέβη αυτό; Η απάντηση, μονολεκτική: Μόχλευση. Τι είναι αυτό το φρούτο; Κάτι που όλοι γνωρίζουμε με άλλο, απλούστερο, όρο: Χρέος (ή, για την ακρίβεια, ο λόγος του χρέους). Αν σας πω ότι για κάθε €10 που έχω, δανείστηκα €120, θα με περάσετε για τρελό. Όμως αν είμαι τραπεζίτης, και έχω κάνει το ίδιο πράγμα, δεν θα πω ποτέ ότι δανείστηκα. Θα πω απλώς ότι ο συντελεστής μόχλευσης της τράπεζάς μου είναι 12 (δηλαδή, €120 χρέους για κάθε €10 κεφαλαίων που διαθέτει το ταμείο μου). Όχι μόνο ακούγεται καλύτερο και πιο «τεχνοκρατικό» αυτό αλλά, δεδομένης της κατάστασης στο τραπεζικό σύστημα σήμερα, θα θεωρηθεί και ιδιαίτερα συντηρητικός συντελεστής μόχλευσης!
Ποια η σημασία του συντελεστή μόχλευσης; Αποτελεί το μυστικό του αμύθητου πλούτου των τραπεζιτών στις εποχές των παχιών αγελάδων και της βαθιάς τους πτώχευσης σήμερα. Έστω μια τράπεζα που κερδίζει ένα ποσοστό 1% επί των κεφαλαίων που διαθέτει ή διαχειρίζεται (εκ μέρους καταθετών, πελατών κλπ). Επιλέγοντας όμως έναν συντελεστή μόχλευσης ίσο με, π.χ., το δώδεκα, η καλή τράπεζα δωδεκαπλασιάζει τα κέρδη της χωρίς ιδρώτα ή κόπο. Αυτόματα, δωδεκαπλασιάζονται τα μερίσματα των μετόχων, τα bonus των διευθυντών, οι μισθοί των μεγαλο-υπαλλήλων κλπ κλπ. Αν σκεφτείτε μάλιστα ότι το 2008, λίγο πριν την κατάρρευση ολόκληρου του τραπεζικού οικοδομήματος, ο συντελεστής μόχλευσης των ευρωπαϊκών τραπεζών είχε φτάσει το ιλιγγιώδες 50 προς 1, καταλαβαίνουμε τι είχε συμβεί: γιατί οι αποδοχές των διοικούντων έφτασαν την στρατόσφαιρα, οι τιμές των τραπεζικών μετοχών ήταν η «ατμομηχανή» των χρηματιστηρίων, το χρηματοπιστωτικό σύστημα έριχνε την σκιά του στην «πραγματική» οικονομία.
Μετά την Άνοδο, η Πτώση
Για να κινδυνεύσει να πτωχεύσει μια τράπεζα με συντελεστή μόχλευσης 2 προς 1, χρειάζεται να έχει ζημίες ίσες με το μισό (το 50%) των δανείων που έχει παράσχει και των τοποθετήσεων που έχει επιλέξει. Όταν όμως ο συντελεστής μόχλευσης φτάσει στο 20 προς 1 (ένα μέγεθος που χαρακτήριζε τις ελληνικές τράπεζες προ της Κρίσης), τότε αρκούν για να πτωχεύσει ζημίες της τάξης του 5%. Κι όταν ο συντελεστής μόχλευσης φτάσει στο επίπεδο που ισχύει στην περίπτωση (για να φέρω ως παράδειγμα μια «κραταιά» τράπεζα που όλοι γνωρίζουμε) μιας Deutsche Bank (περί το 50 προς 1), αν μόλις το 1,25% των δανείων που έχει διαθέσει «ατυχήσουν» (π.χ. οικογένειες που λόγω ανεργίας δεν μπορούν να αποπληρώσουν το στεγαστικό τους ή επιχειρήσεις που κλείνουν) ξάφνου η καλή τράπεζα, με την βούλα του νόμου, φαλίρισε. Να γιατί, παρά τα αμύθητα κέρδη των τραπεζών προ του 2008, σήμερα είναι όλες του πτωχευμένες. Το μόνο που χρειάστηκε για να πάνε οι ελληνικές τράπεζες από τον Παράδεισο στην Κόλαση ήταν ζημίες της τάξης του 5% - κάτι απόλυτα φυσιολογικό σε μια υφεσιακή οικονομία.
Αυτά έχει το μαγικό ραβδί της μόχλευσης: όσο πιο ψηλά σε εκσφεντονίζει στην περίοδο της «Ακμής», τόσο πιο μεγάλη και τραυματική η πτώση στην περίοδο της «Ύφεσης» που ακολουθεί.
Καλά, δεν πρόσεχαν;
Αυτό δεν το είχαν σκεφτεί οι καλοί οικονομολόγοι που προσλάμβαναν οι τράπεζες να τους συμβουλεύουν (και οι οποίοι, σήμερα, συμβουλεύουν τον πρωθυπουργό μας); Δεν το είχαν σκεφτεί οι Κεντρικές Τράπεζες; Γιατί δεν τους έβαζαν χέρι; Οι λόγοι είναι δύο, ο εξής ένας: το χρήμα έρεε τόσο καταρρακτωδώς που όποιος τόλμαγε να πει κάτι, να κρούσει κάποιον κώδωνα κινδύνου, είτε συνειδητοποιούσε ότι την φωνή του την έπνιγε ο αχός του εκκολαπτόμενου κέρδους είτε (στις σπάνιες περιπτώσεις που φώναζε αρκετά δυνατά για να ακουστεί) αγνοείτο επιδεικτικά, έχανε την δουλειά του, χαρακτηριζόταν «παλιομοδίτης», «εκκεντρικός», «συντηρητικός, «αριστερός» κλπ. Τόσο απλά.
Υπάρχει κι άλλος ένας λόγος, περισσότερο στην σφαίρα της θεωρίας, ο οποίος παρουσιαζόταν ως απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα από Κεντρικούς Τραπεζίτες (καλή ώρα από τον κ. Παπαδήμο): Η πεποίθηση των (καθεστωτικών) οικονομολόγων ότι η αγορά έχει τον τρόπο της να αυτο-ρυθμίζεται. Π.χ. μπορεί οι τραπεζίτες να μην φοβούνται την πτώχευση της τράπεζάς τους (από τότε που οι τράπεζες έγιναν εταιρείες περιορισμένης ευθύνης) όμως, σκεφτόταν ο θιασώτης της αγοράς, οι πιστωτές των τραπεζών, οι οποίοι κινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματά τους (σε περίπτωση που πτωχεύσουν), θα ασκούν de facto έλεγχο στις πρακτικές των τραπεζιτών. Πώς; Αρνούμενοι να δανείσουν τραπεζίτες που το «παρακάνουν» με την μόχλευση. Πού τέτοια τύχη; Αυτό μπορεί να συνέβαινε μέχρι το 1929-1933. Μετά την τραυματική εμπειρία των μαζικών λουκέτων στις τράπεζες, όλοι γνώριζαν ότι το κράτος, η Κεντρική Τράπεζα, δεν θα αφήσει ποτέ τις τράπεζες να κλείσουν ή, το ίδιο είναι, να αφήσουν απλήρωτους τους πιστωτές τους. (Δεν βλέπετε με τι μανία επιμένει σήμερα η ΕΚΤ ότι οι ιρλανδοί φορολογούμενοι, που δεν έφταιξαν σε απολύτως τίποτα, πρέπει να αποπληρώνουν για τα επόμενα 20 χρόνια τα χρέη των πτωχευμένων ιδιωτικών τραπεζών;) Έτσι, λοιπόν, οι τραπεζίτες, ανεξέλεγκτοι τόσο από τους μετόχους τους όσο και από τους πιστωτές τους, είχαν κάθε λόγο να δανείζονται με τρόπο που ούτε το ελληνικό δημόσιο δεν έχει κάνει...
Χαμένοι και κερδισμένοι
Την εποχή της φούσκας, οι διευθύνοντες τις τράπεζες όχι μόνο δεν αντιμετώπιζαν την κριτική και τον έλεγχο των μετόχων και των πιστωτών τους αλλά, κι εδώ είναι η ουσία, μέτοχοι και πιστωτές τους χειροκροτούσαν περισσότερο όσο πιο μεγάλο συντελεστή μόχλευσης επέλεγαν. Επρόκειτο για ένα απίστευτο φαγοπότι άνευ ρίσκου (τουλάχιστον για τους συμμετέχοντες σε αυτό). Όσο τα πράγματα πήγαιναν καλά (η φούσκα καλά κρατούσε), μεγαλύτερος συντελεστής μόχλευσης σήμαινε μεγαλύτερα κέρδη, ελκυστικότερα μερίσματα, παχυλότερους υπερ-μισθούς. Κι αν ερχόταν η Πτώση (όπως και ήρθε), ούτε γάτα ούτε ζημιά: Ο λογαριασμός θα πληρωνόταν από το γκουβέρνο (δηλαδή τον ταλαίπωρο τον φορολογούμενο) και από την Κεντρική Τράπεζα.
Εν ολίγοις, αν κάποιος διάβολος ήθελε να σχεδιάσει ένα τραπεζικό σύστημα ταγμένο στο να δημιουργήσει συνθήκες τεράστιας Κρίσης, δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο από αυτό το οποίο, ψευδεπίγραφα, χαρακτηρίζεται «σύγχρονο σύστημα ιδιωτικών τραπεζών»... Ποιος κερδίζει από αυτό; Ποιος χάνει; Είναι προφανές ότι χάνει η κοινωνία στο σύνολό της. Ποιοι κερδίζουν; Δύο είναι οι συνομοταξίες των κερδισμένων από αυτό το αλισβερίσι ιδιωτικής και δημόσιας διαφθοράς:
Πρώτον, οι βραχυπρόθεσμοι επενδυτές σε τραπεζικά (όχι κρατικά) ομόλογα και μετοχές. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει εκλείψει το είδος των μακροπρόθεσμων μετόχων. Ως επί το πλείστον, οι μετοχές των τραπεζών πωλούνται το πολύ μερικούς μήνες (συνήθως μερικές μέρες) αφού αγοραστούν. Ένα ολόκληρο παρατραπεζικό σύστημα έχει στηθεί στην βάση των πολύ βραχυπρόθεσμων αγορών και πωλήσεων τραπεζικών μετοχών, τα λεγόμενα hedge funds (τα οποία κερδοσκοπούν στοιχηματίζοντας στις μικρές αυξομειώσεις των τιμών των μετοχών, ιδίως του τραπεζικού τομέα). Κάτι αντίστοιχο «παίζεται» και με τα ομόλογα έκδοσης των ιδιωτικών τραπεζών. Για να το πω απλά, η αυξημένη μόχλευση φέρνει και αυξημένες διακυμάνσεις στις τιμές των μετοχών και των ομολόγων των τραπεζών. Αυτές οι διακυμάνσεις είναι το ψωμοτύρι των hedge funds.
Δεύτερον, οι μεγαλο-μέτοχοι των τραπεζών που ελέγχουν την διοίκηση απομυζώντας όχι τόσο πολύ μεγάλα μερίσματα αλλά υπερ-μισθούς που οι ίδιοι δίνουν στους εαυτούς τους και τα λοιπά «οφέλη» που, εξ ορισμού, γεύεται όποιος διαχειρίζεται την «ροή του χρήματος».
Και τώρα; Η επίσημη έκφανση
Αυτές τις μέρες κλείνει από την κυβέρνηση Παπαδήμου το μέγα θέμα της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Επισήμως, το θέμα τίθεται ως εξής: Το ελληνικό δημόσιο αθέτησε τις υποχρεώσεις του προς τις τράπεζες. Αναγκάζοντάς τις να κουρέψουν το 53% της ονομαστικής αξίας των δανείων τους προς το δημόσιο, τις έφερε σε δύσκολη θέση. Έτσι ώστε να μην φαλιρίσουν, και να δώσουν και κανένα δάνειο σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά (αναστέλλοντας την στάση δανείων που έχει «στεγνώσει» την αγορά), το κράτος μας θα δανειστεί από το EFSF, αυξάνοντας έτσι το δημόσιο χρέος κι άλλο, για να τα δώσει στις τράπεζες. Κι επειδή είναι παράνομο να δώσει κεφάλαια στις τράπεζες χωρίς αντάλλαγμα κάποια περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών (καθώς το κράτος δεν δικαιούται, τουλάχιστον επισήμως, να δωρίζει αμύθητες περιουσίες σε ανώνυμες εταιρείες), θα πρέπει να λάβει μετοχές των τραπεζών. Όμως αυτό συνεπάγεται μερική κρατικοποίηση. Κι επειδή, λέγεται, η κρατικοποίηση των τραπεζών είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί, ο κ. Παπαδήμος και οι σύμβουλοί του (με βασικό σύμβουλο ως πρότινος έμμισθο σύμβουλο μίας εκ των πτωχευμένων, υπό ανακεφαλαιοποίηση, τραπεζών) πασχίζουν να βρουν μια φόρμουλα έτσι ώστε οι μετοχές που θα πάρει το δημόσιο ως αντάλλαγμα για τα νέα χρέη που φορτώνει στην πλάτη του φορολογούμενου εκ μέρους των τραπεζών δεν θα δίνουν στο δημόσιο δικαίωμα συμμετοχής στην διοίκηση. Με απλά λόγια, το δημόσιο θα πάρει μετοχές που τελικά δεν θα είναι ακριβώς... μετοχές.
Το απεχθές παιχνίδι των ημερών
Οι τράπεζες πρέπει να ανακεφαλαιωθούν. Αυτό θα ήταν απαραίτητο ανεξάρτητα από το «κούρεμα» του δημόσιου χρέους. Ο συντελεστής μόχλευσής τους ήταν τέτοιος (βλ. πιο πάνω) που μια οικονομική ύφεση της τάξης του -5% για μια μόνο χρονιά θα τις οδηγούσε, έτσι κι αλλιώς, στην πτώχευση. Παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες λειτούργησαν καταστροφικά (και αυτοκαταστροφικά) για πολύ καιρό (θυμάστε τα εορτοδάνεια, τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που αγόραζαν σαν να ήταν σοκολατάκια;), και σπατάλησαν βουνά κερδών στον βωμό της μόχλευσης, καμία κοινωνία δεν μπορεί να συνέλθει, καλώς ή κακώς, αν δεν βγουν από την μαύρη τρύπα οι τράπεζές της.
Η ανακεφαλαίωση δεν μπορεί να γίνει, βέβαια, από ιδιωτικά κεφάλαια. Ποιος επενδυτής ρίχνει τα χρήματά του σε μια μαύρη τρύπα, από την οποία δε θα τα ξαναπάρει ποτέ; Κανείς. Να γιατί η Ευρώπη αποφάσισε να κάνει αυτό που κάποιοι φωνάζουμε ότι έπρεπε να έχει γίνει πριν δυο χρόνια: η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με δημόσιο, ευρωπαϊκό χρήμα. Αυτό, τελικά, αποφασίστηκε να γίνει, έστω και καθυστερημένα. Χρήματα που δανείζεται το EFSF εκ μέρους ολόκληρης της ευρωζώνης, θα δοθούν στις τράπεζες όχι ως δανεικά αλλά ως «έγχυση» νέων κεφαλαίων. [Μην ξεχνάμε ότι ο πτωχευμένος δεν σώζεται με νέα δάνεια – κεφάλαια χρειάζεται.]
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν θα πρέπει να γίνει «μετάγγιση» κεφαλαίων από το ευρωπαϊκό δημόσιο στις ιδιωτικές τράπεζες. Αυτό είναι (και πρέπει να είναι) δεδομένο. Το ερώτημα είναι: Με τι ανταλλάγματα; Η άποψη που πασχίζουν να περάσουν στην κοινή γνώμη τραπεζίτες και κυβέρνηση είναι ότι τα ανταλλάγματα πρέπει να είναι τέτοια που να αποφευχθεί, πάση θυσία, η κρατικοποίηση των τραπεζών. Κι επειδή στην Ελλάδα, η λέξη «κράτος» δεν ηχεί πολύ χειρότερα από την λέξη «μαφία», ο κόσμος τείνει να αποδεχθεί αυτή την άποψη. Την άποψη που λέει ότι το κράτος πρέπει, ως αντάλλαγμα, να πάρει είτε «ομολογίες» είτε μια άλλη μορφή μετοχών που δεν δίνουν στον κάτοχό του δικαίωμα συμμετοχής ή ελέγχου της διοίκησης.
Αν αυτή η «άποψη» περάσει, ο ελληνικός λαός θα έχει, άλλη μια φορά, συναινέσει στις ραδιουργίες μιας αρπακτικής διαπλεκόμενης συμμαχίας κράτους και επιτήδειων ιδιωτών που στόχο έχουν την διαφύλαξη των συμφερόντων τους εναντίον τόσο του κοινωνικού συνόλου όσο και των τραπεζών της χώρας. Αν η κυβέρνηση Παπαδήμου, στην εκπνοή της, περάσει την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με τρόπο που αφήνει στο απυρόβλητο την διαπλοκή μεταξύ των μετόχων, διευθυντών, και πιστωτών των τραπεζών η οποία τις έριξε στον γκρεμό (την οποία περιέγραψα πιο πάνω), θα έχει καταφέρει το μεγαλύτερο πλήγμα στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας μετά το Μνημόνιο. Αν μια τέτοια τεράστια αποτυχία της διοίκησης των τραπεζών μας δεν οδηγήσει στην απώλεια της εξουσίας επί των τραπεζών των μεγαλο-μετόχων-διευθυνόντων που συμμετείχαν με τόση χαρά και ευεξία στο φαγοπότι της μόχλευσης, η κυβέρνηση θα έχει στείλει το εξής μήνυμα στους τραπεζίτες: Ξαναθρέψτε το τέρας της μόχλευσης – ο φορολογούμενος, αν όχι ο Έλληνας τότε σίγουρα ο Ευρωπαίος, εδώ είναι!
Επίλογος: Ο θρίαμβος της Πτωχοτραπεζοκρατίας επί του καπιταλισμού
Μέσα στην αγωνία του «συστήματος» μεγαλο-μετόχων των τραπεζών, πιστωτών των τραπεζών και των υποτιθέμενων ρυθμιστών των τραπεζών (δηλαδή των κυβερνώντων που πασχίζουν να διατηρήσουν μια «συγκινητικά» στενή σχέση με τους τραπεζίτες) να μην χάσουν τον έλεγχο αυτής της χήνας που γεννά τα χρυσά αυγά, ακούμε τους εκπροσώπους τους στα ΜΜΕ, στην Βουλή κλπ να αποτροπιάζονται με την ιδέα ότι το κράτος θα πάρει κοινές μετοχές ως αντάλλαγμα για τα κεφάλαια που φορτώνεται ως νέο χρέος για να τα δώσει στις τράπεζες. Πρόκειται για ανείπωτη υποκρισία.
Κάποτε, οι φιλελεύθεροι επιχειρηματολογούσαν εναντίον των κρατικοποιήσεων στην βάση ότι ήταν υποχρεωτικές, δηλαδή ότι το κράτος σου έπαιρνε την επιχείρηση με το έτσι θέλω, σου έδινε μια γελοία αποζημίωση και σε πέταγε στον δρόμο. Όμως η σημερινή περίπτωση διαφέρει ριζικά. Το κράτος δεν έχει καμία όρεξη να βάλει χέρι στις τράπεζες. Οι τράπεζες ζητιανεύουν κεφάλαια από το κράτος. Μόνο που δεν θέλουν να δώσουν ως αντάλλαγμα αυτό που πρέπει: ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Ποτέ έως τώρα δεν είχα ακούσει επιχείρημα εναντίον των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του δημοσίου. Γιατί περί αυτού πρόκειται: Από την μία οι τράπεζες θα πτωχεύσουν χωρίς τα κεφάλαια του δημοσίου, και ζητούν κεφάλαια από το δημόσιο. Από την άλλη θέλουν να τα πάρουν χωρίς να είναι ούτε δανεικά (καθώς δάνεια παίρνουν αβέρτα από την ΕΚΤ, με επιτόκιο 1%, χωρίς να τις σώζουν, πτωχευμένες ούσες) ούτε και να αποδίδουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στους φορολογούμενους που δανείζονται για να τα πάρουν.
Όσο για το επιχείρημα ότι αν συμμετέχει το δημόσιο πιο δυναμικά στο μετοχικό κεφάλαιο των ιδιωτικών τραπεζών, τότε οι τράπεζες θα γίνουν κρατικοδίαιτες, διεφθαρμένες και αναποτελεσματικές, η απάντησή μου είναι η εξής: Όπως είδαμε πιο πάνω, εδώ και καιρό, ιδιωτικές τράπεζες (με την σωστή έννοια του επιθετικού προσδιορισμού) δεν υπάρχουν. Σε ολόκληρο τον κόσμο, και ιδίως στην χώρα μας, οι τράπεζες έχουν μετατραπεί σε αρπακτικά μορφώματα ιδιωτικο-κρατικού χαρακτήρα. Οπότε ας αφήσουμε τις ανοησίες περί ανάγκης να αποφευχθεί η κρατικοποίηση των ιδιωτικών τραπεζών. Αυτά είναι λόγια που σκοπό έχουν την τρομοκράτηση της κοινωνίας ώστε να συναινέσει στις επιταγές της Πτωχοτραπεζοκρατίας (ένα καθεστώς που δίνει την μέγιστη εξουσία στους πιο πτωχευμένους τραπεζίτες) η οποία έχει υπονομεύσει πλήρως τον... καπιταλισμό.
Τι θα έπρεπε, λοιπόν, να συζητάμε σήμερα; Θα έπρεπε να συζητάμε όχι το αν θα δοθούν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των τραπεζών στους φορολογούμενους που δανείζονται για να επανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες, αλλά τι μορφή πρέπει να πάρουν αυτά τα δικαιώματα ώστε και οι τράπεζες να ορθοποδήσουν και η οικονομία να πάρει ανάσες. Κι επειδή ούτε κι εγώ (όπως οι περισσότεροι) δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη στους κυβερνώντες μας (ούτε στους σημερινούς ούτε και στους επόμενους), μετά χαράς να συζητήσουμε μια σειρά από καινοτόμες, δημοκρατικές, τεχνοκρατικές λύσεις. Π.χ. από την στιγμή που τα κεφάλαια έρχονται από το EFSF, γιατί να μην πάρει τις μετοχές των τραπεζών το…EFSF (το οποίο να μπορεί να ορίσει, κατά το δοκούν, Ευρωπαίους τεχνοκράτες στα ΔΣ των τραπεζών ώστε να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών που δανείστηκαν αυτά τα χρήματα); Μάλιστα, κάτι τέτοιο θα μας έδινε την δυνατότητα να αιτηθούμε από την ΕΕ τα κεφάλαια αυτά να μην βαρύνουν το ελληνικό δημόσιο χρέος, μιας και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα θα περάσουν απ’ ευθείας στην ευρωζώνη.
Λύσεις υπάρχουν που ούτε επιβραβεύουν την υφιστάμενη Κλεπτοκρατία μετόχων-διευθυντών-πολιτικών ούτε και οδηγούν τις τράπεζες στην αγκαλιά του ελληνικού δημοσίου. Όσοι όμως σήμερα κόπτονται για τον κίνδυνο «κρατικοποίησης» των τραπεζών, και όσοι διαπραγματεύονται μαζί τους στο Μαξίμου, προσφέρουν χέρι βοήθειας στην Πτωχοτραπεζοκρατία που επιβουλεύεται τόσο την ελληνική οικονομία όσο και τις ελληνικές τράπεζες.
Από:  protagon.gr

01/04/2012

Βίκτορ Όρμπαν: "Η Ευρώπη ή πρέπει να είναι χριστιανική ή δεν θα υπάρχει"

π
Μια πολύ σημαντική συνέντευξη έδωσε ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν στην γερμανική Frankfurter Allgemeine Zeitung και μας έκανε να αναλογιστούμε ότι τέτοιο είδος ηγέτη πολύ δύσκολα θα δούμε στην Ελλάδα.

Κύριε Πρωθυπουργέ, έχετε επικριθεί από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ στις Βρυξέλλες, όπως κανένας άλλος επικεφαλής κυβέρνησης. Θα συζητήσουμε για αυτό λίγο αργότερα. Αλλά πρώτα μας ενδιαφέρει να μας πείτε πώς βλέπετε την κατάσταση στην Ευρώπη.

Μέσα στη σκέψη μου έχω ένα χάρτη μπροστά μου. Και αυτό που βλέπω με γεμίζει με εξαιρετική ανησυχία. Όταν κοιτάζω την ανάπτυξη του κόσμου μέσα στα επόμενα είκοσι χρόνια, βλέπω σε αυτό το χάρτη μια Ευρώπη αδύνατη όσο ποτέ. Χάνουμε συνεχώς τον σημαντικό μας ρόλο και υποβαθμιζόμαστε σε αριθμούς σε σύγκριση με το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά και σε σύγκριση με την προηγούμενη Ευρώπη. Το μερίδιό μας στο παγκόσμιο εμπόριο και το παγκόσμιο ΑΕΠ εξακολουθεί να μειώνεται. Στην ευρωπαϊκή δημοκρατία μας και στο οικονομικό και κοινωνικό μας σύστημα όλο και περισσότεροι άνθρωποι χάνουν την Ευρωπαϊκή τους αυτοπεποίθηση, επειδή βλέπουν ότι εκείνοι που έφτιαξαν την οικονομία και την κοινωνία τους με διαφορετικό τρόπο από ό, τι εμείς είναι πιο επιτυχημένοι σε κάθε επίπεδο από ό, τι είμαστε εμείς.

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Έχω αυτή την αίσθηση ότι η πλειοψηφία των ηγετών της Ευρώπης έχουν χάσει την πίστη τους σε ό, τι έκανε την Ευρώπη μεγάλη και ισχυρό παράγοντα επιρροής στον κόσμο. Επιπλέον, φαίνεται σαν να είναι κάτι ντροπή ή κάτι απαγορευμένο να μιλάμε για αυτό το θέμα. Δεν μπορούμε να μην δούμε ότι αυτοί που έρχονται τώρα, υποστηρίζουν σταθερά την πνευματική ταυτότητά τους: οι μουσουλμανικοί λαοί το Ισλάμ, οι ασιατικοί λαοί τις ασιατικές τους παραδόσεις και το πνευματικό σύστημά τους. Δεν έχει να κάνει μόνο με το Θεό, αλλά και με τον πολιτισμό που έχει επηρεαστεί από τις παραδοσιακές πεποιθήσεις τους. Εμείς από την άλλη πλευρά απορρίπτουμε τη δύναμη που προέρχεται από το γεγονός ότι αυτός είναι ένας κόσμος χριστιανικής κουλτούρας. Εκείνοι που είναι πετυχημένοι βεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει μέλλον χωρίς παιδιά και οικογένεια.

Πιστεύετε ότι η Ευρώπη αρνείται τις ρίζες της;

Εμείς δεν θεωρούμε ως κάτι αξιέπαινο το να μιλάμε για τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής, είναι κάτι που είναι ήδη έξω από τη μόδα ή είναι ξεχασμένο. Έχω αυτή την αίσθηση ότι για χάρη της συζήτησης πάνω στον πολιτισμό και την πολιτική ορθότητα δεν μιλάμε πλέον για τα θέματα που είναι αναγκαία ώστε να μπορούμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως ένας σημαντικός πολιτισμός. Υπάρχει κάτι που καλώ μια κρυφή ή μια μυστική Ευρώπη. Αυτό είναι κάτι που σπάνια συζητείται ως θέμα στο κοινό. Και αυτό δεν συμπίπτει με την ευρωπαϊκή αξίωση, να αποκτήσουμε και πάλι μια καθοριστικής κατεύθυνσης νοοτροπία στον πολιτισμό και την πολιτική.

Αναζητάτε υποστήριξη στη θρησκεία, το έθνος και την οικογένεια. Δεν έχει προχωρήσει η πρόοδος σε μια διαφορετική κατεύθυνση; Μακριά από το έθνος, μακριά από την οικογένεια, μακριά από τη θρησκεία;

Αυτός είναι ένας από τους λόγους για την πρόκλησή μου. Υπάρχει στην πραγματικότητα μια ερμηνεία για την ευρωπαϊκή ιστορία, το ευρωπαϊκό μέλλον, στο οποίο προχωρούμε από τη θρησκευτικότητα στην εκκοσμίκευση της θρησκείας, από το παραδοσιακό μοντέλο οικογένειας προς την κατεύθυνση των διαφόρων μοντέλων οικογένειας, και από τα έθνη προς τον διεθνισμό και την ενσωμάτωση διαφορετικών πολιτισμών. Αυτό που έχω στο μυαλό είναι σαφώς προς την άλλη κατεύθυνση. Το επίμαχο σημείο είναι αυτό που είναι μπροστά και αυτό που είναι πίσω. Αμφισβητώ ότι αυτό που εκφράζεται στον Ουγγρικό Σύνταγμα ερμηνεύεται ως κάτι που ανήκει στο παρελθόν. Διότι, όταν κοιτάζω τον παγκόσμιο χάρτη, τότε τα πράγματα για τα οποία μιλώ είναι εκείνα που μπορούν να προσφέρουν μια λύση στη συρρικνωμένη ευρωπαϊκή επιρροή στον κόσμο.

Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ ορίζει ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη. Περιλαμβάνει όλα τα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού δικαίου. Άλλωστε όλα αυτά είναι η κληρονομιά της δυτικής χριστιανικής μας παράδοσης. Πώς γίνεται αυτό να μην σας είναι αρκετό;

Όλα αυτά είναι υπέροχα και καλά. Σεβόμαστε ο ένας τον άλλον, και για να γίνει σωστή δουλειά πρέπει να υπάρχει ένα ορισμένο συνταγματικό πλαίσιο που δεν πρέπει να αμφισβητείται. Αλλά πού είναι η ζωή; Εγώ δεν την βλέπω στα Ευρωπαϊκά έγγραφα, αλλά και στον πολιτισμό της καθημερινής ζωής. Μερικές φορές φουντώνει, δεν θέλω να το αρνηθώ. Στη συνέχεια, αυτό προκαλεί πολλές συζητήσεις. Για παράδειγμα, όταν ο Σαρκοζί εμφανίστηκε ένιωσα μια λάμψη του Ντε Γκωλ, αυτή τη δόξα, και δεν χρειάζεται να είσαι Γάλλος για να έχεις την αίσθηση ότι υπάρχει κάτι σοβαρό εδώ. Ή όταν είδα μια θάλασσα από γερμανικές σημαίες σε ένα διεθνές αγώνα ποδοσφαίρου για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό - με το μήνυμα: Είμαστε οι Γερμανοί και θα επικρατήσουμε γιατί είμαστε οι ισχυρότεροι. Δεν πρέπει κάποιος να έχει φόβο, επειδή μπορεί να το δει: κάτι σοβαρό αναπτύσσεται στη Γερμανία. Ή αν οι Πολωνοί πουν: Εμείς οι Πολωνοί έχουμε μια τόσο ισχυρή χώρα που οι ευρωπαίοι ιθύνοντες δεν μπορούν να μας αγνοήσουν. Υπάρχει βούληση, υπάρχει ενέργεια, υπάρχει μια αξίωση που περιμένει.

Πώς μπορεί ένα ευρωπαϊκό πνεύμα να αναπτυχθεί μακριά από εθνικισμούς;

Δεν θα ήθελα να φανούν αυτές οι δηλώσεις ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως αντίδραση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ολοκλήρωσή της. Θα ήθελα, να δω στις Βρυξέλλες και αλλού να μην αντιδρούν σαν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση να βρίσκεται υπό απειλή από αυτό. Τα έθνη χωρίς χαρακτήρα και φιλοδοξίες δεν είναι σε θέση να κάνουν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα μεγάλη. Ως Ευρωπαίος χαιρετίζω αυτές τις περιστασιακές εξάρσεις.

Η Ευρώπη έχει συγχωνευθεί, γιατί τα έθνη τους έχουν παραιτηθεί από μέρος της κυριαρχίας τους. Αυτό ήταν ένα μάθημα από δύο παγκόσμιους πολέμους, σήμερα αποτελεί την απαίτηση για την παγκοσμιοποίηση. Νομίζετε ότι τα κράτη που έγιναν κυρίαρχα μετά το 1989, μπορούν να αντισταθούν;

Δεν ξέρω αν η απάντησή μου θα είναι κάτι για το οποίο εγώ θα με επέπλητταν στην Γερμανία. Αλλά αφού αναφερθήκατε στην ιστορία: οι παγκόσμιοι πόλεμοι μπορεί να θεωρηθούν ως πόλεμοι μεταξύ εθνών. Ωστόσο, φοβάμαι ότι η τραγωδία είναι μεγαλύτερη. Ήταν ο εσωτερικός εμφύλιος πόλεμος του πολιτισμού μας. Ότι ο πολιτισμός έχει τραυματιστεί τόσο, που θα μπορούσε να επιφέρει την πτώση μας. Η δημογραφική επίδραση είναι σαφής, οι συνέπειες της οικονομικής πλευράς είναι σαφείς. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ευρωπαίοι στερήθηκαν τα μέσα για να διαμορφώσουν το δικό τους μέλλον, τόσο στην ανατολή όσο και στην δύση. Αυτό που συνέβη σε εμάς, τους Ευρωπαίους του 20ου αιώνα, ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος μέσα στο Χριστιανισμό. Ο καλός Θεός έχει δημιουργήσει κάθε άνθρωπο σύμφωνα με τη δική Του εικόνα. Ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να καταστρέφουμε ο ένας τον άλλον. Αυτή είναι η πηγή του ευρωπαϊκού πνεύματος. Κατά συνέπεια, ο Schuman, δήλωσε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι η Ευρώπη ή πρέπει να είναι χριστιανική ή δεν θα υπάρχει.

27/03/2012

BRICS: pros and cons


The Fourth BRICS Summit, hosted by New Delhi for the first time this year, looks like another milestone in a short, yet, impressive record of the fast-growing informal block of major emerging economies which includes Brazil, Russia, India and South Africa. The theme of the summit, formulated as “BRICS Partnership for Global Stability, Security and Prosperity”, spells out the ABC of the globalized and increasingly interdependent world as seen by the leading non-Western powers. In fact, the summit motto in itself describes what BRICS – be it a block or an alliance – is all about after six years into its existence.

No longer an enigma or geopolitical UFO, BRICS is making headlines as it rapidly evolves into a new global powerhouse with more say in restructuring the world economy, as well as in ending the political monopoly of the elite club (a club notorious for its division of the world into the West and the rest).
At first sight, BRICS, as a lose amalgamation of the five fast-growing economies, can really be described as an awakening giant. Young and ambitious, it’s come into a world of obsolete institutions with the guts and verve needed to shift global power structures and change the rules of the game.
Does BRICS have the potential to do this? If you look at BRICS in terms of statistics, the question seems irrelevant. In his recent article, contributed to the Moscow News daily, Prime-Minister Putin shares his vision on the matter: “BRICS brings together five countries with a population of almost three billion people, the largest emerging economies, colossal labor and natural resources and huge domestic markets. With the addition of South Africa, BRICS acquired a truly global format, and it now accounts for more than 25% of world GDP.”
“When BRICS is really up and running, its impact on the world economy and politics will be considerable,” Putin predicts.  
According to Brahma Chellaney, Professor of Strategic Studies at the New Delhi-based Center for Policy Research, BRICS “might also be dubbed the R-5, after its members' currencies – the Brazilian real, the Russian ruble, the Indian rupee, the Chinese renminbi and the South African rand." And let me add that if one day, say, the Chinese renminbi is endorsed as the new global currency, it will undermine the US dollar’s supremacy in the world financial structure, especially when it comes to trade and investment in emerging markets. No surprise, seeing that impatience to put an end to the Us dollars world monopoly prompted the South African government to say it was ready to discuss the issue at this week’s BRICS summit. It goes without saying that switching from the US dollar to the Chinese renminbi will help African businesses, seeing that a lot of their trade is with BRICS countries.
While some will call the idea to make the renminbi the preferred global currency premature, another proposal – to create a common development bank for the BRICS countries – has already topped the Delhi summit agenda. Initially a brainchild of India, the initiative to set up a five-nation bank is due to get a much-wanted stamp of approval on the part of BRICS nations at the Delhi summit itself.
And it won’t just be a mere formality. Once set up, the BRICS development bank will give the green light for indirect investment of central bank foreign reserves inside the BRICS countries. It is reported that the BRICS bank could issue convertible debt, which can be bought by central banks of all the BRICS countries. So, in practical terms, for it will serve as a vessel for investment risk-sharing for BRICS countries
As seen by financial analysts, the proposed BRICS bank is a way for emerging nations to try and pull out of the western dominated World Bank and IMF. “Basically India, China and perhaps Russia are now trying to show off their economic clout; to prove to the West they can get on just fine on their own. Above all, they need freedom from Western financial influence," John Mashaka, an expert with Wells Fargo Capital Markets, said.  
In the meantime, Moscow sees its way to set up a new trend to allow developing economies to increase their role in international financial institutions. As Russia’s presidential aide Arkady Dvorkovich put it on his way to New Delhi, “BRICS should play a more important role in the management of international financial institutions”. While BRICS had already injected a large amount of capital into the IMF, some European countries still think the amount should be enlarged. “Increasing the bloc’s participation in the IMF should be related to a rethinking of its share in the structure,” Dvorkovich said. All in all, if European countries need more capital from BRICS countries, the voice of BRICS’ in the IMF should be enhanced.
However, let us not allow ourselves to be overwhelmed with the euphoria over BRICS performance and regard it as an unbreakable alliance with five partners standing shoulder to shoulder to fight a Western monopoly in the global economy and world politics. The BRICS countries, which represent very different political cultures whose economic interests often clash, have certain limits to joint action, both in setting up the agenda of restructuring world financial bodies and in adopting common stand on the key geopolitical issues, like Iran or Syria.
Even the road to a common development bank seems to be more bumpy than was initially expected. While China claims it should have a permanent presidency in the BRICS bank, this approach will hardly be welcomed by Russia and India, which also demand the president’s chair.
Moreover, there is a serious, while not much-spoken economic rivalry and military standoff between the two key BRICS Asian members – China and India. Symbolically enough, just weeks before the Delhi BRICS summit, a group of Indian pundits, including well-known scholars, diplomats, military and public figures unveiled a report called 'Nonalignment 2.0'. The report labels China as one of the major threats to Indian security and her economic interests.
According to the survey, while China and India were equal in economic size a few decades ago, the Chinese economy today ($7.3 trillion in 2011) is nearly four times as large as that of India ($1.8 trillion).
Describing the tense situation at the Sino-Indian border after the 1962 war, the authors insist that in its dealings with China, India should be ready for responding to any Chinese occupation of Indian Territory in a future border war “with a land grab of it own across the current border with China in Tibet”. While 'Nonalignment 2.0' is not an official New Delhi doctrine, such rhetoric hardly corresponds with the goals of enhancing global stability, security and prosperity, as proclaimed by BRICS’ leadership.
So, the future of the five-member body is probably not as cloudless as described by its global army of its fans all over the world, inspired by the idea of challenging a world order built on the bedrock of American imperialism. The question of whether a common will might prevail over national egoisms is still up in the air.
No doubt, that BRICS is a new giant, and this is good news. However, the bad news is that it is a giant with a quite limited capacity to run, as a heavy weight remains chained to its feet.
Sergey Strokan, for RT

Mr. Σόιμπλε πες αλεύρι: Η Ισπανία σε γυρεύει…



Ανυπολόγιστη καταστροφή θα σήμαινε για την Ευρωζώνη ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας, δήλωσε και ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι εάν η ίδια η χώρα επέλεγε να αποχωρήσει από τη ζώνη του ευρώ, δεν θα μπορούσε κανείς να την 
αποτρέψει:
«Εάν με ρωτούσαν τι είναι καλύτερο για την Ελλάδα, θα συμβούλευα να μείνει στο ευρώ», 
τόνισε ο Σόιμπλε, 
επαναλαμβάνοντας ότι οι συνέπειες από το αντίθετο θα ήταν απρόβλεπτες, 
και εξέφρασε την ικανοποίησή του για το αποτέλεσμα της απομείωσης 
του ελληνικού χρέους και της συμμετοχής των ιδιωτών πιστωτών.
Υπενθυμίζεται, ότι παρόμοιες δηλώσεις έκανε στο BBC κατά τη διάρκεια 
συνέντευξής της και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ. Πρόκειται
 προφανώς για μια ακόμη απόδειξη ότι οι Γερμανοί έπαιξαν ένα παιχνίδι
 στους Έλληνες πολιτικούς επιτυγχάνοντας και τους δυο στόχους που είχαν
 θέσει: Και να υιοθετηθούν τα σκληρά μέτρα με την Ελλάδα να υπογράφει το
 δεύτερο Μνημόνιο και να μην εγκαταλείψει την Ευρωζώνη.
Καλό το παιχνιδάκι με την Ελλάδα φίλοι Γερμανοί, τώρα όμως αρχίζουν
 τα δύσκολα. Μπορεί να κορόιδεψαν τους γνωστούς αφελείς των 
Αθηνών (στα θέματα ασφαλείας και άμυνας να δεις επιτυχίες), να τους
 δούμε τώρα όμως που ετοιμάζεται να σκάσει στα χέρια τους η Ισπανία
 πόσο «μάγκες» θα αποδειχθούν…
Απο defencepoint.gr

26/03/2012

Σιδηρόφρακτοι πολιτικοί


Σιδηρόφρακτοι πολιτικοί

Στο άψε - σβήσε τελείωσε στην πλατεία Συντάγματος η κωμικοτραγική χθεσινή στρατιωτική παρέλαση. «Είμαστε μια πολύ ωραία ατμόσφαιρα!», φανταζόμαστε ότι θα αναφώνησαν ανακουφισμένοι οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ και οι πάσης φύσεως υπόλοιποι πολιτειακοί και πολιτικοί παράγοντες που έβγαλαν αυτή τη σεμνή τελετή μεταξύ τους, χωρίς καθόλου «πλέμπα», με αστυνομικούς μπροστά τους, πίσω τους, δίπλα τους, γύρω τους, αλλά και... από κάτω τους, καθώς είχαν κλείσει και όλους τους κεντρικούς σταθμούς του μετρό για να μην ξεπηδήσουν οι «κολασμένοι»!
Ουδέποτε, κανένα καθεστώς της χώρας μας -με εξαίρεση τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής- δεν θεώρησε αναγκαία την δια μέσου χιλιάδων αστυνομικών πλήρη απαγόρευση της προσέλευσης του ελληνικού λαού προκειμένου να εορτάσει την επέτειο της Επανάστασης του 1821 με στρατιωτική παρέλαση. Σχεδόν διακόσια (!) χρόνια τώρα, πρώτη φορά οι πολιτικοί προύχοντες χρειάστηκαν κυριολεκτικά χιλιάδες αστυνομικούς για να τους πάνε και να τους φέρουν σώους από τον χώρο των παρελάσεων. Ούτε από το... Κολωνάκι (!!!) δεν τόλμησαν να περάσουν πεζή οι υπουργοί.
Εσπασε κάθε ρεκόρ η ταχύτητα διεκπεραίωσης των παρελάσεων. Στην Αθήνα διήρκεσε μόλις... 35 (ναι, τριάντα πέντε!) λεπτά - και για καφέ να πήγαιναν οι επίσημοι, περισσότερος χρόνος θα χρειαζόταν για να τους σερβίρουν! Στη Θεσσαλονίκη, όλες οι παλιές καραβάνες της πολιτικής την είχαν κάνει με ελαφρά πηδηματάκια από την εξέδρα των επισήμων και είχαν «αναμειχθεί με τον λαό», αφήνοντας μόνον του έναν δυστυχή υφυπουργό Υγείας πάνω στην εξέδρα, ο οποίος άκουσε τα μύρια όσα κατά της συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ - ΝΔ στη βάση του Μνημονίου.
Τη μεγαλύτερη ίσως πολιτική σημασία έχει το γεγονός ότι οι σφοδρότερες διαμαρτυρίες και συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία έγιναν στο Ηράκλειο της Κρήτης και στην Πάτρα - δύο ισχυρότατα επί δεκαετίες προπύργια του ΠΑΣΟΚ. Στην Κρήτη είχαμε μάλιστα επεισόδια και στα Χανιά και στο Ρέθυμνο, κάτι που δεν προοιωνίζεται ίσως ευτυχή αποτελέσματα στις εκλογές για το κυβερνών κόμμα.
Σημασία δεν έχουν ούτε οι λεπτομέρειες των επεισοδίων ούτε οι απώλειες του άλφα ή του βήτα κόμματος της συγκυβέρνησης στη μια ή στην άλλη περιοχή, οι οποίες άλλωστε μόνο τη νύχτα των εκλογών θα μετρηθούν αξιόπιστα στην κάλπη και μόνο σ' αυτήν. Αυτά θα συζητηθούν στον καιρό τους.
Εκείνο όμως που με βεβαιότητα μπορεί να ειπωθεί από τώρα και το οποίο επαναβεβαιώθηκε για πολλοστή φορά χθες στις παρελάσεις, είναι ότι πλέον οι πολιτικοί πρώτης γραμμής του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν μπορούν να εμφανιστούν σε δημόσιο χώρο χωρίς την προστασία ισχυρότατης αστυνομικής δύναμης προκειμένου να αποτραπούν εκδηλώσεις εντονότατης αποδοκιμασίας εις βάρος τους.
Στον βαθμό που αυτό δεν αφορά τέσσερα - πέντε άτομα με διαβλητή προσωπική συμπεριφορά, αλλά το σύνολο των ηγετικών στελεχών των δύο κυβερνητικών κομμάτων, η ευρύτατη λαϊκή αντιπάθεια και εχθρότητα σηματοδοτούν την ύπαρξη πρωτοφανούς στα μεταπολιτευτικά χρόνια ρήγματος μεταξύ των πολιτών και της πολιτικής ηγεσίας.
Μόνο στη βρώμικη εποχή της οργανωμένης από τη Δεξιά, το Παλάτι και τους Αμερικανούς «Αποστασίας» του 1965-1967 είχαμε ανάλογη διάσταση λαού και πολιτικών, αν και ακόμη και τότε το μίσος στρεφόταν εναντίον μόνο των πολιτικών της Ενωσης Κέντρου, που εξαγοράζονταν και περνούσαν στο στρατόπεδο της Δεξιάς και της ανωμαλίας, όχι εναντίον του συνόλου των βουλευτών των δύο και τότε κυβερνητικών κομμάτων.
Τώρα η απαξίωση των πολιτικών των κομμάτων εξουσίας στα μάτια της κοινής γνώμης είναι ευρύτερη και χειρότερη από εκείνες της αποφράδες ημέρες, εβδομάδες, εποχές. Το ρήγμα υφίσταται, αλλά ακόμη δεν έχει παγιωθεί. Οσο δύσκολες και αν είναι οι συνθήκες, από την πολιτική που θα εφαρμοστεί θα κριθεί αν αυτό το ρήγμα θα καταστεί αγεφύρωτο χάσμα με απρόβλεπτες, αλλά σίγουρα συγκλονιστικές, συνέπειες για την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Ερχονται δύσκολοι, πολύ δύσκολοι καιροί.
Δύο δρόμοι
Πολιτική πυγμής ή ενσωμάτωσης;
ΣΕ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ βρίσκεται η Ελλάδα. Αν οι δημοσκοπήσεις επαληθευτούν και στις κάλπες σε λογικό βαθμό, τότε τουλάχιστον ο μισός ελληνικός πληθυσμός θα ψηφίσει κόμματα που τάσσονται κατά της πολιτικής των Μνημονίων. Αν επίσης δεν υπάρξουν συγκλονιστικές εκλογικές εκπλήξεις, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ θα έχουν από κοινού πάνω από 151 βουλευτές, πράγμα που σημαίνει ότι θα συγκυβερνήσουν και θα συνεχίσουν να ασκούν την ίδια πολιτική αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις, όπως κάνουν μέχρι τώρα. Το ερώτημα είναι αν θα επιχειρήσουν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο κοινωνικών εκρήξεων προκαταβολικά, θέτοντας ως στόχο να ενσωματώσουν κοινωνικά στρώματα και ομάδες μέσω διαφοροποιήσεων της πολιτικής που υλοποιούν.

Απο www.ethnos.gr